τρωσμός

τρωσμός
τρωσμός, , (τρώω)
A = ἐκτρωσμός, miscarriage, Hp.Coac.532: pl., Id.Septim. 9, Dsc.5.72.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] …   Dictionary of Greek

  • τρωσμοί — τρωσμός miscarriage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμοῦ — τρωσμός miscarriage masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμούς — τρωσμός miscarriage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμῶν — τρωσμός miscarriage masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμῷ — τρωσμός miscarriage masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτρωσμός — ὁ, Α (εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”